suspensión
Spanish > Greek
αἰώρησις, βάσταγμα, βασταγή, βασταγμός, ἀνάληψις, ἀνάρτησις, ἀνάσχεσις, ἄρτημα, ἄρτησις, ἐγκλεισμός, ἐκεχειρία, ἐκκρέμασις, ἐκκρεμασμός, ἐνάρτησις, ἐξάρτησις
αἰώρησις, βάσταγμα, βασταγή, βασταγμός, ἀνάληψις, ἀνάρτησις, ἀνάσχεσις, ἄρτημα, ἄρτησις, ἐγκλεισμός, ἐκεχειρία, ἐκκρέμασις, ἐκκρεμασμός, ἐνάρτησις, ἐξάρτησις