ἄρτησις
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀρτέομαι)
A equipment, Hdt.1.195 (v.l. ἄρτισις, q.v.).
II (ἀρτάομαι) suspension, Papp.1044.14.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
suspensión Papp.1044.15.
• Etimología: Cf. ἀρτάω.
-ιος, ἡ
• Grafía: gen. graf. ἀτρήσιος SB 9904.5 (II d.C.)
atavío περὶ τὸ σῶμα Hdt.1.195
•de un edificio ornamentación, ajuar, SB l.c.
• Etimología: Cf. ἀρτάω, ἀρτίζω.
Greek Monolingual
(I)
ἄρτησις, η (Α) αρτώ
η εξάρτηση, το κρέμασμα.
(II)
ἄρτησις, η (Α) αρτέομαι
τα εξαρτήματα, ο εξοπλισμός.