symbol

English > Greek (Woodhouse)

substantive

token: P. and V. σημεῖον, τό, τεκμήριον, τό, σύμβολον, τό, V. τέκμαρ, τό.

device: P. and V. σημεῖον, τό, V. σῆμα, τό, ἐπίσημα, τό.

similitude: P. and V. εἰκών, ἡ.

model, outline: P. τύπος, ὁ.

allegory: P. ὑπόνοια, ἡ (Plato).