τέκμαρ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
Ep. τέκμωρ (so always in Hom., never elsewhere), τό, indecl.:—
A fixed mark or fixed boundary, goal, end (= πέρας, κατὰ τὴν ἀρχαίαν γλῶσσαν, Arist.Rh.1357b9), ἵκετο τέκμωρ he reached the goal, Il.13.20; τοῖο μὲν . . εὕρετο τέκμωρ for this he found an end, i.e. devised a remedy, 16.472; εἰς ὅ κε τ. Ἰλίου εὕρωσιν 7.30; οὐδέ τι τέκμωρ εὑρέμεναι δύνασαι Od.4.373, cf. 466: in Pi., either end, termination, τέκμαρ αἰῶνος Fr.165; or end, object, purpose, P.2.49.
2 fixed line of separation, δειλῶν τε καὶ ἐσθλῶν τ. ἐναργές Hes.Fr.164.
II sure sign or token of some high and solemn kind, as Zeus says that his nod is ἐξ ἐμέθεν μέγιστον τέκμωρ, the highest, surest pledge I can give, Il.1.526; σαφὲς τ. Pi.N.11.44; of the moon, as a sign in the heavens, τ. δὲ βροτοῖς . . τέτυκται h.Hom.32.13, cf. A.R.1.499, 3.1002, etc.; ἦν δ' οὐδὲν αὐτοῖς οὔτε χείματος τ. οὔτ' . . ἦρος A.Pr.454; ἔστι τῶνδέ σοι τ.; Id.Ag.272, cf. 315; τἀνδρὸς ἐκφανὲς τ. Id.Eu.244; τῆσδ' ἀφίξεως τ. Id.Supp.483; κυνὸς . . σῆμα, ναυτίλοις τ. E.Hec. 1273.—Poet. word, used also in the Ion. Prose of Hp. and Aret. for symptom, esp. pathognomic symptom, Hp.Mul.2.123, Aret.SA2.2, al.
German (Pape)
[Seite 1082] τό (vielleicht mit τίκτω, τεκεῖν zusammenhangend, wie im Deutschen, zeugen, zeigen, Zeichen), ep. τέκμωρ, indecl., – 1) Ziel, Gränze; ἵκετο τέκμωρ, er kam aus Ziel, Il. 13, 20; εὕρετο τέκμωρ, er fand das Ziel od. das Ende der Verwirrung, 16, 472; übh. τέκμωρ εὑρεῖν, ein Ende, einen Ausgang finden, Od. 4, 373. 466; σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ, Pind. N. 11, 44; ἅπαν ἐπ ὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται θεός, P. 2, 49; Ἰλίου τέκμωρ, das Ziel, die Zerstörung von Ilios, Il. 7, 30. 9, 48 u. sonst. – 2) alles Festgesetzte, Angeordnete; so sagt Zeus von seinem Nicken mit dem Kopfe τοῦτο γὰρ ἐξ ἐμέθεν μέγιστον τέκμωρ, Il. 1, 526, die kräftigste Gewährleistung seiner Verheißungen; dah. auch die festgezogene Gränze, die feste Vestinmung, Hes.; s. Buttm. Lexil. I p. 126. – 3) ein festes, sicheres Merkmal, Kennzeichen; ἦν δ' οὐδὲν αὐτοῖς οὔτε χείματος τέκμαρ, οὔτ' ἦρος, Aesch. Prom. 452; τί γὰρ τὸ πιστόν ἐστι τῶνδέ σοι τέκμαρ, Ag. 263; neben ξύμβολον, 306, u. öfter; Eur. Hec. 1273; bes. aus dem man die Zukunft erschließen kann, Vorzeichen, H. h. 32, 13; u. weil man dazu die Gestirne benutzte, die Himmelszeichen selbst, wie τέρας, τείρεα, Arat. u. Ap. Rh. – Vgl. übrigens Buttm. Lexil. I p. 126 ff.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
indécl.
I. borne pour servir de but ou de signe ; terme, fin;
II. signe de reconnaissance ou de garantie, d'où
1 garantie, gage;
2 signe, indice.
Étymologie: R. Τεκ, produire ; v. τίκτω.
Russian (Dvoretsky)
τέκμᾰρ: эп. τέκμωρ τό indecl.
1 предел, цель, конец: ἵκετο τ. Hom. он достиг предела;
2 конец, гибель (Ἰλίου Hom.);
3 средство, выход: τ. εὑρεῖν Hom. найти средство;
4 признак, довод (χείματος Aesch.): ἔστι τῶνδέ σοι τ.; Aesch. у тебя есть доказательство этого?;
5 знамение, порука, залог, Hom., HH;
6 условный знак, сигнал: ναυτίλοις τ. Eur. сигнал для мореплавателей;
7 граница, грань (δειλῶν τε καὶ ἐσθλῶν Hes.; τ. καὶ πέρας ταὐτὸν κατὰ τὴν ἀρχαίαν γλῶτταν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τέκμαρ: Ἐπικ. τέκμωρ, τό, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμήρῳ, ἐν ᾧ ὁ ἕτερος τύπος ἀπαντᾷ ἐν Ἡσ. Ἀποσπ. 55. 2, Πινδ., Αἰσχύλ., κλπ.· ἄκλιτ. (ἴδε ἐν λ. τίκτω). Ὡρισμένον σημεῖον ἢ ὅριον, τέρμα, τέλος (τὸ παρὰ τοῖς μετέπειτα πέρας, Ἀριστ. Ρητορ. 1, 2, 17), τρὶς μὲν ὀρέξατ’ ἰών, τὸ δὲ τέτρατον ἵκετο τέκμωρ, Αἰχάς, «τρὶς μὲν ὥρμησε πορευόμενος (ἐξέτεινε τὸ βῆμα), τὸ τέταρτον δὲ κατέλαβε τὸ τέλος, τὰς Αἰγὰς τὴν νῆσον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 20· τοῖο μέν... εὕρετο τέκμωρ, ἐπενόησε τρόπον θεραπείας, Π. 472· εἰς ὅ κε τ. Ἰλίου εὕρωσιν Η. 30· οὐδέ τι τέκμωρ εὑρέμεναι δύνασαι Ὀδ. Δ. 373, πρβλ. 466 - παρὰ Πινδ., ἢ τέρμα, τέλος, τέκμαρ αἰῶνος Ἀποσπ. 146, πρβλ. Ν. 11. 57· ἤ, σκοπός, πρόθεσις, ΙΙ. 2. 90· συχν. καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. 2) ὡρισμένη γραμμὴ διαχωρισμοῦ, τ. δειλῶν τε καὶ ἐσθλῶν Ἡσ. Ἀποσπ. 55. 2. ΙΙ. ὡς τὸ τεκμήριον, ὡρισμένον σημεῖον, ἀλλὰ μόνον μέγα τ. καὶ σοβαρὸν ὡς ὁ Ζεὺς λέγει περὶ τοῦ νεύματός του ὅτι εἶναι μέγιστον τέκμωρ ἐξ ἐμέθεν, ἡ ὑψίστη καὶ βεβαιοτάτη ἐγγύησις ἢ διαβεβαίωσις, ἣν δύναμαι νὰ δώσω, Ἰλ. Α. 526· ἐπὶ τῆς σελήνης ὡς σημείου ἐν τῷ οὐρανῷ, τέκ. δὲ βροτοῖσι τέτυκται Ὕμ. Ὁμ. 32. 13, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 499., Γ. 1002, κλπ.· - οὕτω παρὰ Τραγ., ἦν δ’ οὐδὲν αὐτοῖς οὔτε χειμῶνος τ. οὔτ’... ἦρος Αἰσχύλ. Πρ. 454· τί γὰρ τό... τῶνδέ σοι τ.· ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 272, πρβλ. 315· τἀνδρὸς ἐμφανὲς τ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 244· θανόντος πίστ’ ἔχων τ. Σοφ. Ἠλ. 774, πρβλ. 1109 τῆς ἀφίξεως τ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 483· κυνός... σῆμα, ναυτίλοις τ. Εὐρ. Ἑκάβ. 1273. - Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει καὶ ἐν τῷ Ἰωνικῷ πεζῷ λόγῳ τοῦ Ἱππ. καὶ Ἀρεταίου ἐπὶ συμπτώματος, μάλιστα δὲ ἐπὶ κρισίμου συμπτώματος, Ἱππ. 644. 55, περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2, κ. ἀλλ.
English (Slater)
τέκμαρ
a goal θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται (P. 2.49)
b token, sign τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ (N. 11.44)
c limit ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος θεόφραστον λαχοῖσα (v.l. τέκμωρ) fr. 165.
Greek Monolingual
και τέκμωρ, -ος, τὸ, Α
1. όριο, τέλος, πέρας («τὸ τέκμαρ καὶ πέρας ταὐτόν ἐστι κατὰ τήν ἀρχαίαν γλῶσσαν», Αριστοτ.)
2. επιδίωξη, σκοπός («θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδισσι τέκμαρ ἀνύεται», Πίνδ.)
3. διέξοδος («τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐκ ἕπεται τέκμαρ», Πίνδ.)
4. όριο που έχει προκαθοριστεί με σαφήνεια («δειλῶν τε καὶ ἐσθλῶν τέκμαρ ἐναργές», Ησίοδ.)
5. βέβαιο, ασφαλές σημείο που παρέχεται επίσημα («τοῦτο γὰρ ἐξ ἐμέθεν μέγιστον τέκμωρ», Ομ. Ιλ.)
6. τεκμήριο, σύμπτωμα νόσου
7. (στην κοσμολογία του Αλκμάνος) αρχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία απαντά με δύο σημ., «όριο, τέρμα, τέλος» και «ένδειξη, σημάδι, απόδειξη» (πρβλ. τεκμήριον), η σχέση τών οποίων μπορεί πιθ. να γίνει κατανοητή μέσω της σημ. «προκαθορισμένο όριο, όριο που έχει προδιαγραφεί» και επομένως «σημάδι, ένδειξη». Η σημ. αυτή έχει οδηγήσει σε αναγωγή της λ. στην ΙΕ ρίζα kwek- «βλέπω, δείχνω, φαίνομαι» (ο αρκτικός χειλοϋπερωικός φθόγγος kw- έδωσε τ- στην Ελληνική, πρβλ. τέ < IE kwe) με επίθημα -mr- με αντιπροσώπευση του -r- με τις δύο δυνατές μορφές ως -αρ στον τ. τέκμαρ (πρβλ. φρέαρ) και ως -ωρ στον τ. τέκμωρ (πρβλ. ὕδωρ) και στη σύνδεσή της με: αρχ. ινδ. caste, kaksate «βλέπω», αβεστ. căšman- «μάτι» (με εναλλαγή στο επίθημα -mn-/-mr- σε σχέση με τον ελλ. τ., πρβλ. ὗπαρ: ὕπνος). Σχετικά με τον τρόπο σχηματισμού της λ. τέκμαρ έχει διατυπωθεί επίσης, η άποψη ότι ο τ. προήλθε (μέσω τεκτ-μαρ) από μια μορφή kwe-ks- της ρίζας, με ληκτικό φθόγγο ks-, όπου το ks- αποδόθηκε ως κτ- στην Ελληνική (πρβλ. κτίζω: αρχ. ινδ. kseti, τέκτων: ΙΕ ρίζα teks-)].
Greek Monotonic
τέκμαρ: Επικ. τέκμωρ, τό,
I. 1. άκλιτο, ορισμένο σημείο ή όριο, τέρμα, τέλος, σε Ομήρ. Ιλ.· τέκμωρ Ἰλίου, το τέλος του Ιλίου, της Περσίας, στο ίδ.
2. τέρμα, τέλος, σκοπός, πρόθεση, σε Πίνδ.
II. όπως το τεκμήριον, ορισμένο σημείο, σίγουρη ένδειξη, όπως ο Δίας λέει για το νεύμα του ότι είναι μέγιστον τέκμωρ ἐξ ἐμέθεν, η ύψιστη και βεβαιότατη εγγύηση που μπορεί να δώσει, σε Ομήρ. Ιλ.· ἦν δ' οὐδὲν αὐτοῖς οὔτε χείματος τέκμαρ οὔτ' ἦρος, σε Αισχύλ. κ.λπ.
Middle Liddell
I. a fixed mark or boundary, goal, end, Il.; τέκμωρ Ἰλίου the end of Ilium, Il.
2. an end, object, purpose, Pind.
II. like τεκμήριον, a fixed sign, sure sign or token, as Zeus says that his nod is μέγιστον τέκμωρ ἐξ ἐμέθεν the highest, surest pledge I can give, Il.; ἦν δ' οὐδὲν αὐτοῖς οὔτε χειμῶνος τ. οὔτ' ἦρος Aesch., etc.
Frisk Etymology German
τέκμαρ: {tékmar}
Forms: τέκμωρ n. indekl. Ziel, Ende, selten Zeichen, Beweis (Hom.).
Grammar: n.
Meaning: indekl. Zeichen, Wahrzeichen, selten ‘Ziel, Ende (Hes., Pi., A., E., A. R.), Zeichen = Symptom (Hp., Aret.);
Derivative: Von τέκμαρ und τέκμωρ: τεκμαίρομαι, Aor. τεκμήρασθαι (seit Il.), Fut. τεκμαροῦμαι (X.), Aor. Pass. Ptz. ἐκτεκμαρθείς (Orac. ap. Euseb.), auch m. συν-, δια- u.a., festsetzen, bestimmen (vorw. Hom.), aus Zeichen erkennen, schließen, folgern (nachhom.), Akt. τεκμαίρω, τεκμῆραι anzeigen, bezeugen (Pi., A. Pr. in lyr., Nik., Arat.). Davon τέκμαρσις f. das Schließen aus Zeichen, Folgerung (Hp., Th. u.a.), -τός erschließbar (Kratin.), -τικός zum Schließen geeignet (Poll.). — Von τέκμωρ: τεκμορεύω seine Loyalität gegen den Kaiser bezeugen mit -εῖοι ξένοι (Inschr.). — Von τεκμήρασθαι oder danach umgebildet (Schwyzer 470 A. 4 u. 724 A. 10 m. Lit.): τεκμήριον n. ‘Zeichen, Kenn-, Wahrzeichen, Beweis, Anzeichen, Symptom' (ion. att.) mit -ιώδης beweisartig, Beweis gebend (Arist.), -ιόω ein Zeuguis, einen Beweis liefern (Th. u.a.), -ιόομαι aus Zeichen erkennen, schließen (hell. u. sp.) mit -ίωσις f. Zeugnis, Beweis (Arr.).
Etymology: Altererbtes Wort, das indessen schon wegen der unsicheren Grundbedeutung (’Grenzmal, Grenzzeichen’ ?; s. Bechtel Lex. s. v.) der Etymologie Schwierigkeiten bereitet. Nach einer Hypothese von Froehde BB 17, 304 zu einem indoiran. Wort für sehen, Auge in aind. cáṣṭe, cákṣate, cákṣus-, bes. aw. čašman- n. mit r-n-Wechsel (vgl. Benveniste Origines 20); zu den lautlichen Einzelheiten (idg. *qʷeḱ-s- od. *qʷeḱþ-?) Bechtel a. O. — Zu cáṣṭe usw. wohl auch toch. B kektseñe, A kapśañi Körper = aind. cákṣaṇam n. Anblick, Erscheinung (v. Windekens Orbis 14, 501). Anders über τέκμωρ v. Windekens Orbis 16, 181 f.: mit toch. A kākmart Majestät, Herrschaft identisch.
Page 2,866-867
English (Woodhouse)
Translations
boundary
Arabic: حَدّ; Armenian: սահման; Belarusian: мяжа, грані́ца; Bulgarian: граница; Catalan: frontera, terme; Chinese Mandarin: 邊界/边界; Czech: hranice; Dutch: grens; Estonian: piir; Finnish: raja, reuna, rajaviiva; French: frontière, limite; Gagauz: graniţa, граница; Galician: fronteira, estrema, linde, límite, lindeiro, derrego; Georgian: მიჯნა; German: Grenze; Gothic: 𐌼𐌰𐍂𐌺𐌰; Greek: σύνορο, όριο; Ancient Greek: κανών, μεσόριον, μεσούριον, ὁρία, ὅρια, ὅριον, ὅρισμα, ὁρισμός, ὁροθέσια, ὅρος, οὖρον, οὖρος, πέρας, τέκμαρ, τέκμωρ, τέλσον, τέρμα, τέρμων, φόσσατον; Hebrew: גְּבוּל; Hungarian: határ, mezsgye; Italian: confine, limite; Japanese: 境界, 境; Kikuyu: mũhaka; Kurdish Central Kurdish: سِنور; Latin: terminus, finis; Lithuanian: riba; Malayalam: അതിർത്തി, അതിര്; Manchu: ᡠᠵᠠᠨ; Maori: kotinga, matawehe, pātanga, rohenga, rohe tauārai, paenga, taupā, tepe, aukati, tuakoi, ripa; Mongolian: хил, зааг, хилийн шугам, саад тотгор, тээг, садаа; Norwegian Bokmål: grense, avgrensing; Nynorsk: grense, avgrensing; Oromo: daangaa; Persian: مرز; Polish: granica; Portuguese: fronteira; Romanian: frontieră, graniță, limită; Russian: граница, межа; Slovak: hranica, medza; Somali: xad; Spanish: frontera, límite, linde, lindero; Swahili: mpaka; Swedish: gräns; Tagalog: hangganan; Tamil: எல்லை; Tyap: gak; Ukrainian: кордон, межа, границя; Welsh: ffin; Zazaki: sinor
symptom
Asturian: síntoma; Belarusian: сімптом; Bulgarian: симптом; Catalan: símptoma; Chinese Mandarin: 症狀, 症状, 病徵, 病征, 病象, 病狀, 病状, 症候; Danish: symptom; Dutch: symptoom; Esperanto: simptomo; Finnish: oire; French: symptôme; German: Symptom; Ancient Greek: τέκμαρ, σύμπτωμα, σημεῖον, τεκμήριον, συμβόλαιον, σύμβολον, ἐπισημασία, ὑπόφασις; Hebrew: תַסְמִין, סִימְפּטוֹם; Hungarian: tünet; Ingrian: tauvvinoire; Italian: sintomo; Japanese: 症状, 症候; Kazakh: әйгіленіс, симптом; Korean: 증상(症狀); Latvian: simptoms; Malay: gejala; Maori: tohumate, putanga, tohu māuiui; Niuean: fakamailoga; Norwegian Bokmål: symptom; Nynorsk: symptom; Polish: objaw inan, symptom inan; Portuguese: sintoma; Romanian: simptom; Russian: симптом; Spanish: síntoma; Swedish: symtom, symptom; Tagalog: tandang-sakit, pangitain; Thai: อาการ; Ukrainian: симптом inan; Vietnamese: chứng trạng; Welsh: amlygiad