two-faced

Translations

Greek: ανειλικρινής, δίκωλη καυκιά, δίκωλο πινάκι, δίμουρος, διμούτρης, διμούτσουνος, διπλομούτσουνος, διπλοπρόσωπος, διπρόσωπος, υποκριτικός, ύπουλος, φίδι, φίδι κολοβό; Ancient Greek: ἀμφιπρόσωπος, διπρόσωπος; English: two-faced, double-faced, Janus-faced; French: fourbe; German: doppelgesichtig, doppelzüngig, falsch; Hebrew: דּוּ פַּרְצוּפִי; Icelandic: falskur, tvöfaldur; Ido: disimulanta; Italian: a due facce, ipocrita, falso, sleale, doppio, bifronte; Latin: bifrons; Persian: دورو; Polish: dwulicowy; Russian: двуликий, двуличный; Scots: twafauld; Scottish Gaelic: dà-aodannach; Southern Altai: эки јӱстӱ; Swedish: falsk, lömsk, bakslug, opålitlig; Tagalog: doble-kara