vagrant

English > Greek (Woodhouse)

adjective

P. πλανητός (Plato), V. πλανήτης, διάδρομος, πολύδονος, φοιτάς, Ar. and V. νομάς.

substantive

P. and V. πλανήτης, ὁ, πλάνης, ὁ, V. ἀλήτης, ὁ; see beggar, rogue.