voorbereiden
Dutch > Greek
ἀλεγύνω, διασκευάζω, παραρτέομαι, παραρτίζομαι, παρασκευάζω, πένομαι, πορσύ́νω, προετοιμάζω, προκατεργάζομαι, προμηχανάομαι, προοδοποιέω, προπαρασκευάζω, συσκευάζω
ἀλεγύνω, διασκευάζω, παραρτέομαι, παραρτίζομαι, παρασκευάζω, πένομαι, πορσύ́νω, προετοιμάζω, προκατεργάζομαι, προμηχανάομαι, προοδοποιέω, προπαρασκευάζω, συσκευάζω