παραρτίζομαι
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
Med., prepare beside, Hsch.
German (Pape)
[Seite 497] daneben fertig machen, ausrüsten, Hesych. erkl. παρασκευάζεσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
παραρτίζομαι: μέσ., παρασκευάζομαι, Ἡσύχ.· πρβλ. παραρτύω.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) παρασκευάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀρτίζω «παρασκευάζω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραρτίζομαι [παραρτέομαι] voorbereiden.