άκαμπτος
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκαμπτος, -ον) καμπτός
1. εκείνος που δεν κάμπτεται, δεν λυγίζει ή δεν έχει λυγίσει
«ἄκαμπτος κλάδος»
2. μτφ. όποιος δεν υποχωρεί, ανένδοτος
«άκαμπτη αποφασιστικότητα»
«ἄκαμπτοι βουλαὶ» (Πίνδ. Πυθ. 4, 72)
3. μτφ. αυτός που δεν υποχωρεί σε καλοπιάσματα, κολακείες ή πιέσεις
«άκαμπτος δικαστής»
αρχ.
απ’ όπου δεν υπάρχει γυρισμός
«... ἄκαμπτον,... ἀνόστητον χῶρον... ἐνέρων» (Αντίπατρος, Ανθ. Παλ. 7.467).