αθόρυβος

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀθόρυβος, -ον) θόρυβος
αυτός που δεν προξενεί θόρυβο ή φασαρία, ο ήσυχος
νεοελλ.
αυτός που δεν προκαλεί θόρυβο γύρω από το όνομά του, που δεν θέλει να διαφημίζεται.