ακληρίτης

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ίτισσα)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά, άτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άκληρος, κατά το σχήμα άνομος-ανομίτης, λεπρός-λεπρίτης, νεκρός-νεκρίτης κ.λπ.].