ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
ο (θηλ. -ίτισσα)αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά, άτεκνος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίθ. άκληρος, κατά το σχήμα άνομος-ανομίτης, λεπρός-λεπρίτης, νεκρός-νεκρίτης κ.λπ.].