αναγέννηση

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀναγέννησις)
ἀναγεννῶ
η εκ νέου γέννηση, επάνοδος στη ζωή, αναβίωση, ανανέωση, αναδημιουργία
νεοελλ.
ανάκτηση δυνάμεων, αναζωογόνηση (Εκκλ.) αλλαγή του τρόπου ζωής κάποιου με την εφαρμογή της χριστιανικής διδασκαλίας.