αναγέννηση
Greek Monolingual
η (Α ἀναγέννησις)
ἀναγεννῶ
η εκ νέου γέννηση, επάνοδος στη ζωή, αναβίωση, ανανέωση, αναδημιουργία
νεοελλ.
ανάκτηση δυνάμεων, αναζωογόνηση (Εκκλ.) αλλαγή του τρόπου ζωής κάποιου με την εφαρμογή της χριστιανικής διδασκαλίας.