αναδασώνω

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source

Greek Monolingual

1. δενδροφυτεύω εκ νέου έκταση που απογυμνώθηκε από τα δέντρα της λόγω πυρκαγιάς ή άλλης αιτίας, ξαναδημιουργώ το δάσος
2. φυτεύω δέντρα σε φαλακρό χώρο, για να τον μετατρέψω σε δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + δασώνω.
ΠΑΡ. αναδάσωμα, αναδάσωση, αναδασωτής].