αναδασώνω
From LSJ
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
Greek Monolingual
1. δενδροφυτεύω εκ νέου έκταση που απογυμνώθηκε από τα δέντρα της λόγω πυρκαγιάς ή άλλης αιτίας, ξαναδημιουργώ το δάσος
2. φυτεύω δέντρα σε φαλακρό χώρο, για να τον μετατρέψω σε δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + δασώνω.
ΠΑΡ. αναδάσωμα, αναδάσωση, αναδασωτής].