αμφίλεκτος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίλεκτος, -ον) ἀμφιλέγω
1. αντιλεγόμενος
αμφισβητούμενος, αμφίβολος
2. αυτός που προκαλεί φιλονικίες
3. διπλός.