ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
ἀνάδηλος, -ον (Α)πασίδηλος, ολοφάνερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -δηλος < δῆλος «φανερός».ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀναδηλῶ].