ἀμβλώσιμος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον,
A belonging to abortion, Max.275.
German (Pape)
[Seite 118] zur Fehlgeburt gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλώσιμος: -ον, ὁ εἰς ἐξάμβλωσιν, εἰς ἀποβολὴν ἀνήκων, Μανέθ. 4. 413, Μάξιμ. π. κατ. 275.
Spanish (DGE)
-ον propicio al aborto ἦμαρ Max.275.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμβλώσιμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που υπόκειται σε άμβλωση, που μπορεί να υποστεί άμβλωση
αρχ.
αυτός που έχει σχέση με άμβλωση ή αποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβλωσις + παραγ. κατάλ. -ιμος].