αναμάρτητος

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναμάρτητος, -ον) ἁμαρτάνω
1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός
2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος
3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν)
η αναμαρτησία
μσν.
αυτός που έχει λυτρωθεί από την αμαρτία με τη μετάνοια
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που δεν έγινε από λάθος, που έγινε αναπόφευκτα
2. (το ουδ. στον υπερθ. ως ουσ.) τὸ ἀναμαρτητότατον η αναμαρτησία
3. φρ. «ἀναμάρτητος πρός τινα», αυτός που δεν έχει κάνει κακό σε κανέναν.