αναδιπλασιάζω
From LSJ
Greek Monolingual
(Α ἀναδιπλασιάζω)
1. διπλασιάζω εκ νέου, ξαναδιπλασιάζω ή απλώς διπλασιάζω
2. (στη Γραμμ.) εφαρμόζω αναδιπλασιασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + διπλασιάζω.
ΠΑΡ. αναδιπλασιασμός].
(Α ἀναδιπλασιάζω)
1. διπλασιάζω εκ νέου, ξαναδιπλασιάζω ή απλώς διπλασιάζω
2. (στη Γραμμ.) εφαρμόζω αναδιπλασιασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + διπλασιάζω.
ΠΑΡ. αναδιπλασιασμός].