ἀναχρονίζω

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source

German (Pape)

[Seite 215] in eine andere, unrichtige Zeit versetzen, die Zeiten verwechseln, Schol. Eur. Phoen. 861.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχρονίζω: ποιῶ ἀναχρονισμόν, δὲν φυλάττω ἀκριβῆ χρονολογίαν, παθ., «ἐπίτηδες πρὸς ἔπαινον τῶν Ἀθηναίων ἀνακεχρόνισται» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 861, Ἱππ. 231, Εὐστ. Ὀδ. σ. 1404. 29.

Spanish (DGE)

1 retrasarse c. part. πέμποντες ἐπιστόλια PTeb.413.14 (II d.C.).
2 gram. en v. med.-pas. ser un anacronismo Sch.E.Hipp.231, Ph.854, Eust.1404.29.

Greek Monolingual

ἀναχρονίζω (ΑΝ)
προκαλώ καθυστέρηση σε κάτι
νεοελλ.
κάνω αναχρονισμό.