ανθρώπειος
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Greek Monolingual
ἀνθρώπειος, -α, -ον (AM)
1. ανθρώπινος (σε αντίθεση με το θείος και το μυθικός)
2. αυτός που ταιριάζει στον άνθρωπο, που δεν ξεπερνά τις δυνάμεις του
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνθρώπειον
το ανθρώπινο γένος, η ανθρώπινη φύση.