ανίδρωτος

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνίδρωτος, -ον)
αυτός που δεν γυμνάστηκε μέχρι να ιδρώσει, αγύμναστος, νωθρός, νωχελικός
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει ιδρώτα, που δεν ιδρώνει
2. μτφ. αυτός που αποκτήθηκε χωρίς ιδρώτα, χωρίς κόπο, άκοπος
(για αρρώστια) αυτός που δεν συνοδεύεται από εφίδρωσηἀνίδρωτος ἴκτερος»
Ιπποκράτης).