ανίδρωτος
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνίδρωτος, -ον)
αυτός που δεν γυμνάστηκε μέχρι να ιδρώσει, αγύμναστος, νωθρός, νωχελικός
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει ιδρώτα, που δεν ιδρώνει
2. μτφ. αυτός που αποκτήθηκε χωρίς ιδρώτα, χωρίς κόπο, άκοπος
(για αρρώστια) αυτός που δεν συνοδεύεται από εφίδρωση («ἀνίδρωτος ἴκτερος»
Ιπποκράτης).