αντονομασία

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀντονομασία)
λεκτικός τρόπος ή σχήμα της αρχαίας και της νέας Ελληνικής κατά τον οποίο αντί για ένα κύριο ή προσηγορικό όνομα χρησιμοποιείται στον λόγο κάποια άλλη συνώνυμη ή ισοδύναμη λέξη: Πηλείδης αντί Αχιλλεύς, ὦ παῑ Ἱππονίκου = ὦ Καλλία, ο γιος της Καλογριάς = ο Καραϊσκάκης
αρχ.
η αντωνυμία ή η χρήση της.