αποθέωση

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀποθέωσις) αποθεώ
η θεοποίηση κάποιου
νεοελλ.
1. η απόδοση θεϊκών τιμών σε κάποιον
2. οι θερμές εκδηλώσεις για την υποδοχή κάποιου
3. το αποκορύφωμα μιας εξελισσόμενης κατάστασης
4. η τελευταία εικόνα δραματικού έργου (καραγκιόζη κ.ά.), όπου εμφανίζονται θεοί, άγγελοι κ.λπ.
5. φρ. «είναι αποθέωση» (συνήθως ειρωνικά)
είναι κάτι θαυμάσιο.