ανακριβολόγος
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
ο, η
1. αυτός που δεν ακριβολογεί, που λέει ανακρίβειες
2. αυτός που δεν κυριολεκτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβής + -λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. ανακριβολογία, ανακριβολογώ].