αυγάζω
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(AM αὐγάζω) αυγή
1. ακτινοβολώ, λάμπω
2. φωτίζω
μσν.- νεοελλ.
(για την ανατολή) εμφανίζομαι, ξημερώνω
νεοελλ.
απρόσ. αυγάζει
ξημερώνει
αρχ.-μσν.
διαφωτίζω
αρχ.
1. διακρίνω, βλέπω καθαρά
2. φωτίζω, καταυγάζω
3. καθρεφτίζομαι.