αυγάζω

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source

Greek Monolingual

(AM αὐγάζω) αυγή
1. ακτινοβολώ, λάμπω
2. φωτίζω
μσν.- νεοελλ.
(για την ανατολή) εμφανίζομαι, ξημερώνω
νεοελλ.
απρόσ. αυγάζει
ξημερώνει
αρχ.-μσν.
διαφωτίζω
αρχ.
1. διακρίνω, βλέπω καθαρά
2. φωτίζω, καταυγάζω
3. καθρεφτίζομαι.