αυγάζω

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source

Greek Monolingual

(AM αὐγάζω) αυγή
1. ακτινοβολώ, λάμπω
2. φωτίζω
μσν.- νεοελλ.
(για την ανατολή) εμφανίζομαι, ξημερώνω
νεοελλ.
απρόσ. αυγάζει
ξημερώνει
αρχ.-μσν.
διαφωτίζω
αρχ.
1. διακρίνω, βλέπω καθαρά
2. φωτίζω, καταυγάζω
3. καθρεφτίζομαι.