ασημότητα

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

η (AM ἀσημότης) άσημος
η ιδιότητα του άσημου, του ασήμαντου, η ασημαντότητα ή μηδαμινότητα.