Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ατσάκιστος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

και ατσάκιγος, -η, -ο (Μ ἀτσάκιστος -ον)
αυτός που δεν τσακίστηκε ή που δεν μπορεί να τσακιστεί, ο άθραυστος
νεοελλ.
1. (για ρούχα) αυτός που δεν έχει πτυχές ή τσάκιση
2. (για ελιές) αυτές που δεν έχουν τσακιστεί ή κοπανιστεί
3. αυτός που δεν καταπονήθηκε, που δεν τσάκισε από την ηλικία ή από τα βάσανα
4. καλοντυμένος, με καλοσιδερωμένα ρούχα
5. (για συναισθήματα) ακλόνητος, σταθερός
μσν.
(για διαθήκη) απρόσβλητος.