αρπακτικός
From LSJ
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
και -χτικός, -ή, -ό (AM ἁρπακτικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει την τάση για αρπαγή, που παίρνει γρήγορα και ορμητικά κάτι ξένο
αρχ.
«ἁρπακτικὸς πυρός» — αυτός που αρπάζει εύκολα φωτιά, ο εύφλεκτος.