αρπακτικός

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Greek Monolingual

και -χτικός, -ή, -ό (AM ἁρπακτικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει την τάση για αρπαγή, που παίρνει γρήγορα και ορμητικά κάτι ξένο
αρχ.
«ἁρπακτικὸς πυρός» — αυτός που αρπάζει εύκολα φωτιά, ο εύφλεκτος.