αλογομούλαρο

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

το
1. άλογο που έχει ιδιότητες μουλαριού, δηλ. αντοχή σε φορτίο, πορεία ή ανάβαση σε ορεινούς τόπους
2. στον πληθ. τα αλογομούλαρα
άλογα και μουλάρια μαζί·
[ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + μουλάρι].