Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.
ἀστόξενος, ο, η (Α)ο επίσημος φιλοξενούμενος μιας πόλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + ξένος «φίλος, φιλοξενούμενος»].