ἀστόξενος
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ὁ, ἡ, public guest of a city, A.Supp.356.—Expld. by Ael. Dion.Fr.282, Hsch., as a blood-relation, though a foreigner by birth.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ, ἡ
que es al tiempo ciudadano y extranjero εἴη δ' ἄνατον πρᾶγμα τοῦτ' ἀστοξένων A.Supp.356, cf. interpr. varias: ἀ. δὲ ὁ ἐκ προγόνων μὲν ἀστῶν, αὐτὸς δὲ ξένος ... οἷον Ἀγαμέμνων ἐν Λυδίᾳ Ael.Dion.ι 2, ἀ. δὲ κατὰ μέν τινας ὁ αὐτὸς τῷ ἰδιοξένῳ, κατὰ δέ τινας ὁ γένει μὲν ξένος, τιμῇ δ' ἀστός Poll.3.60, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 376] 1) einer Stadt als Gast befreundet, Aesch. Suppl. 351. – 2) nach Ael. Dionys. bei Eust. οἱ ἐκ προγόνων μὲν ἀστῶν, αὐτοὶ δὲ ξένοι καὶ ἀνανεώ σεως δεόμενοι.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
hôte d'une cité.
Étymologie: ἄστυ, ξένος.
Russian (Dvoretsky)
ἀστόξενος: ὁ вернувшийся с чужбины горожанин Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστόξενος: ὁ, ἡ, ὁ ὐπὸ τῆς πόλεως φιλοξενούμενος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 356. - Κατὰ τὸν Εὐστ. 405. 36, καὶ Ἡσύχ., συγγενὴς ἐξ αἵματος καίπερ ἐν ξένῳ τόπῳ γεννηθεὶς (οἷον ὁ Ἀτρεὺς ἐν Φρυγίᾳ)˙ ὁ Ἕρμαννος εἰκάζει ἀστοξένια, τὰ, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1590, ἀντὶ αὐτοῦ ξένια…
Greek Monolingual
ἀστόξενος, ο, η (Α)
ο επίσημος φιλοξενούμενος μιας πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + ξένος «φίλος, φιλοξενούμενος»].