ἀστόξενος

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστόξενος Medium diacritics: ἀστόξενος Low diacritics: αστόξενος Capitals: ΑΣΤΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: astóxenos Transliteration B: astoxenos Transliteration C: astoksenos Beta Code: a)sto/cenos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, public guest of a city, A.Supp.356.—Expld. by Ael. Dion.Fr.282, Hsch., as a blood-relation, though a foreigner by birth.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ, ἡ
que es al tiempo ciudadano y extranjero εἴη δ' ἄνατον πρᾶγμα τοῦτ' ἀστοξένων A.Supp.356, cf. interpr. varias: ἀ. δὲ ὁ ἐκ προγόνων μὲν ἀστῶν, αὐτὸς δὲ ξένος ... οἷον Ἀγαμέμνων ἐν Λυδίᾳ Ael.Dion.ι 2, ἀ. δὲ κατὰ μέν τινας ὁ αὐτὸς τῷ ἰδιοξένῳ, κατὰ δέ τινας ὁ γένει μὲν ξένος, τιμῇ δ' ἀστός Poll.3.60, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 376] 1) einer Stadt als Gast befreundet, Aesch. Suppl. 351. – 2) nach Ael. Dionys. bei Eust. οἱ ἐκ προγόνων μὲν ἀστῶν, αὐτοὶ δὲ ξένοι καὶ ἀνανεώ σεως δεόμενοι.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
hôte d'une cité.
Étymologie: ἄστυ, ξένος.

Russian (Dvoretsky)

ἀστόξενος:вернувшийся с чужбины горожанин Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστόξενος: ὁ, ἡ, ὁ ὐπὸ τῆς πόλεως φιλοξενούμενος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 356. - Κατὰ τὸν Εὐστ. 405. 36, καὶ Ἡσύχ., συγγενὴς ἐξ αἵματος καίπερ ἐν ξένῳ τόπῳ γεννηθεὶς (οἷον ὁ Ἀτρεὺς ἐν Φρυγίᾳ)˙ ὁ Ἕρμαννος εἰκάζει ἀστοξένια, τὰ, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1590, ἀντὶ αὐτοῦ ξένια…

Greek Monolingual

ἀστόξενος, ο, η (Α)
ο επίσημος φιλοξενούμενος μιας πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + ξένος «φίλος, φιλοξενούμενος»].