ακατάπιοτος
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek Monolingual
-η, -ο καταπίνω
1. ο ακατάποτος
2. αυτός που δεν καταπίνεται
μτφ. ο απίστευτος.
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
-η, -ο καταπίνω
1. ο ακατάποτος
2. αυτός που δεν καταπίνεται
μτφ. ο απίστευτος.