Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
ἄνυμφος, -ον (Α)1. ο χωρίς γάμο2. φρ. α) «ἄνυμφος τροφή» — άγαμος βίοςβ) «νύμφη ἄνυμφος» — δυστυχισμένη νύφηγ) «ἄνυμφα μέλαθρα» — σπίτι χωρίς γυναίκα.