αεροζωγραφική

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

η
ζωγραφική αντικειμένων, όπως αυτά φαίνονται από αεροπλάνο (μία από τις αισθητικές αρχές του φουτουρισμού).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Σταματάκο, η λ. αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά του ιταλ. όρου aeropittura].