απλωτός
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. απλωμένος, εκτεταμένος
2. (για άνθρωπο) ξαπλωμένος.
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
-ή, -ό
1. απλωμένος, εκτεταμένος
2. (για άνθρωπο) ξαπλωμένος.