ανθρωποσυρροή

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek Monolingual

η
κοσμοσυρροή, συγκέντρωση ανθρώπων που έρχονται στο ίδιο σημείο από πολλές διευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + συρροή. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις από τον συγγραφέα Χ. Χρηστοβασίλη].