βοθρίο

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και βοθρίο, το (AM βοθρίον) βόθρος
μικρός λάκκος
νεοελλ.
μικρό αβαθές κοίλωμα σε πολλά σημεία του σώματος (κερκιδικό, υπογλώσσιο κ.λπ.)
αρχ.
μικρή πληγή στον κερατοειδή χιτώνα του ματιού.