τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(I)
-η, -ο χάρη
αυτός που δεν έχει χάρη, ο άκομψος, ο άσχημος.———————— (II)
-η, -ο χαρά ή χαίρομαι]
1. αυτός που δεν δοκιμάζει ή δεν δοκίμασε χαρά, ο δύστυχος
2. όποιος δεν φέρνει χαρά, ο θλιβερός
3. (σε κατάρα) εκείνος που μακάρι να μη νιώσει χαρά.