ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι → become a monkey instead of a lion
-α και γαλάριος, -ρια, -ρικο και -άρι γάλα1. αυτός που κατεβάζει άφθονο γάλα («γαλάρα γίδα»)2. εκείνος που θηλάζει ακόμη («αρνί γαλάρικο»).