βασιλοκτόνος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ο, η
ο φονιάς του βασιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς + -κτόνος < κτεί νω. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικό Γαλλικής Γλώσσης του Γρ. Ζαλίκογλου].