ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
(Μ βρομίζω)
1. κάνω κάτι βρόμικο, λερώνω
2. μεταδίδω σε κάτι άσχημη μυρωδιά
3. αναδίδω άσχημη μυρωδιά
4. σαπίζω, αλλοιώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), αναλογικά κατά τα ρήματα σε -ίζω από τον αόρ. -ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε -ισα].