Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βρομίζω

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

βρομίζω)
1. κάνω κάτι βρόμικο, λερώνω
2. μεταδίδω σε κάτι άσχημη μυρωδιά
3. αναδίδω άσχημη μυρωδιά
4. σαπίζω, αλλοιώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), αναλογικά κατά τα ρήματα σε -ίζω από τον αόρ. -ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε -ισα].