βλεφαρίτιδα
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α βλεφαρῑτις) βλέφαρον
νεοελλ.
φλεγμονή των βλεφάρων
αρχ.
ως επίθ. φρ. «βλεφαρίτιδες τρίχες» — οι βλεφαρίδες.
η (Α βλεφαρῑτις) βλέφαρον
νεοελλ.
φλεγμονή των βλεφάρων
αρχ.
ως επίθ. φρ. «βλεφαρίτιδες τρίχες» — οι βλεφαρίδες.