εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
ἀμισής, -ές (Α)αυτός που δεν είναι μισητός ή δυσάρεστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + -μισὴς < μῖσος.ΠΑΡ. αρχ. ἀμισία.