αγεννησία

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀγεννησία) (Ν και -ιά) ἀγέννητος
ανικανότητα προς αναπαραγωγή, στειρότητα
αρχ.
κατάσταση που προϋπήρξε της δημιουργίας και που η ίδια δεν δημιουργήθηκε από κάποια άλλη αιτία.