αισθαντικός
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο γεμάτος συναισθήματα, ευαίσθητος, ευσυγκίνητος
2. λεπτός, διακριτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αισθάνομαι ή πιθ. απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. sensitif ή sensible.
ΠΑΡ. νεοελλ. αισθαντικότητα].